οὐκοῦν

οὐκοῦν
οὐκοῦν adv. (οὐκ, οὖν; Trag., Pla., X. et al.; 4 Km 5:23 v.l.)
inferential therefore, so, accordingly (Jos., C. Ap. 1, 171; 2, 226; Just., Tat., Ath.) B 5:3, 11, 12; 6:16; 7:1, 10; 9:4; 15:4; Dg 2:9; Hs 9, 28, 6.
interrogative, when the question has inferential force, so then (Menand., Epitr. 361 S. [185 Kö.]; 553 S. [377 Kö.]; Epict. 1, 7, 6; 8; 2, 24, 3 al.; PHib 12, 4 [III B.C.]) οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; so you are a king? J 18:37 (s. B-D-F §451, 1; Rob. 1175; Kühner-G. II 163f; Schwyzer II 587–89).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… …   Dictionary of Greek

  • οὐκοῦν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔκουν — certainly not indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούκουν — οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α) επίρρ. 1. βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («οὔκουν μ ἐν Ἄργει γ οἷα πράττεις λανθάνει», Αριστοφ.) 2. (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε απόδοση υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την προϋπόθεση αυτή δεν («οὔκουν ἀπολείψομαί γέ… …   Dictionary of Greek

  • οὕκουν — ἔκουν , κέω to lie down imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἔκουν , κέω to lie down imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐκῶν — οὐκοῦν doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔκων — οὔκουν certainly not ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • завтра, завтра, не сегодня{...} — Завтра, завтра, не сегодня, Так ленивцы говорят. Б. Федоров. Перев. с немецкого. Ср. Morgen! Morgen! Nur nicht heute! Sprechen immer träge Leute. F. Weisse (1726 1804). Der Aufschub. Ср. A demain les affaires. Ср. ούκουν εις αύριον τα σπουδαια .… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Завтра, завтра, не сегодня, Так ленивцы говорят — Завтра, завтра, не сегодня, Такъ лѣнивцы говорятъ. Б. Федоровъ. Перев. съ нѣмецкаго. Ср. Morgen! Morgen! Nur nicht heute! Sprechen immer träge Leute. F. Weisse (1726 1804). Der Aufschub. Ср. A demain les affaires. Ср. «οὐκοῦν εἰς αὔριον τὰ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”